“Για κάποια παιδιά με διαταραχή της αισθητηριακής ολοκλήρωσης,
κάθε χάδι μπορεί να μοιάζει με χαστούκι,
κάθε αγκαλιά να είναι ένα σκληρό βασανιστήριο,
και η ζωή σαν το τρενάκι του λούνα παρκ γεμάτη από δυσάρεστες εμπειρίες.”
Στην τρυφερή ηλικία των 2, η Mikala Sobel υπέφερε από ένα ακατανίκητο άγχος. “Δε μπορούσα να την πάρω μαζί μου για ψώνια ή στον παιδότοπο” λέει η Jill, η μητέρα της. “Η Mikala μισούσε το πλήθος. Αν κάποιος έπεφτε πάνω της, γινόταν τελείως υστερική.” Ακόμη και στο σπίτι το μικρό κορίτσι σιχαινόταν το παραμικρό άγγιγμα. Ορισμένα πράγματα, όπως να βουρτσίσει τα δόντια της ή να πλύνει το πρόσωπό της, την έβγαζαν εκτός ορίων, και δεν άφηνε κανέναν να την ακουμπά παρά μόνο τους γονείς της. “Μια φορά την αφήσαμε με την baby-sitter και όταν γυρίσαμε μετά από 2 ώρες ήταν σχεδόν λυπόθυμη από το κλάμα” θυμάται η μαμά. Μετά από έρευνα για την κατάσταση της μικρής άκουσε για πρώτη φορά τον όρο “διαταραχή της αισθητηριακής ολοκλήρωσης”.
Η αισθητηριακή ολοκλήρωση είναι μια εγγενής νευροβιολογική διαδικασία που αφορά την ολοκλήρωση και αποκωδικοποίηση του αισθητηριακού ερεθίσματος στον εγκέφαλο. Σε αντίθεση η δυσλειτουργία της αισθητηριακής ολοκλήρωσης είναι μια διαταραχή κατά την οποία τα αισθητηριακά δεδομένα δεν οργανώνονται κατάλληλα στον εγκέφαλο και αυτό μπορεί να προκαλέσει διάφορα προβλήματα στην ανάπτυξη, στην επεξεργασία της πληροφορίας και στη συμπεριφορά του ατόμου. Η Dr. A. Jean Ayres ανέπτυξε τη γενική θεωρία της αισθητηριακής ολοκλήρωσης και της θεραπείας μέσα από μελέτες στις νευροεπιστήμες και από μελέτες της σωματικής και νευρομυικής ανάπτυξης.
Η αισθητηριακή ολοκλήρωση εστιάζεται κυρίως σε τρεις βασικές αισθήσεις, την απτική, την αιθουσαία και την ιδιοδεκτική. Η διασύνδεσή τους αρχίζει να σχηματίζεται πριν τη γέννηση και συνεχίζει να αναπτύσσεται καθώς το άτομο ωριμάζει και αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του. Οι τρεις αισθήσεις δεν συνδέονται μόνο μεταξύ τους αλλά και με τις υπόλοιπες αισθήσεις στον εγκέφαλο. Αν και οι τρεις αυτές αισθήσεις είναι λιγότερο γνωστές από την όραση και την ακοή είναι πολύ σημαντικές στη ζωή μας. Βασικά μας επιτρέπουν να αντιλαμβανόμαστε, να αποτυπώνουμε και να αντιδράμε σε διαφορετικά ερεθίσματα στο περιβάλλον μας.
Το απτικό σύστημα περιλαμβάνει νεύρα κάτω από την επιφάνεια του δέρματος που στέλνουν πληροφορίες στον εγκέφαλο. Αυτές οι πληροφορίες αφορούν την αφή, τον πόνο, τη θερμότητα και την πίεση. Ο ρόλος τους είναι πολύ σημαντικός για την αντίληψη του περιβάλλοντος καθώς και για τις αυτόματες αντιδράσεις επιβίωσης. Όταν ένα παιδί έχει δυσλειτουργία του απτικού συστήματος μπορεί να αποφεύγει τη σωματική επαφή, να αρνείται να φάει τροφές με συγκεκριμένη «υφή» καθώς και να φορέσει ρούχα από συγκεκριμένα υφάσματα, να παραπονιέται όταν του πλένουν τα μαλλιά ή το πρόσωπο, να αποφεύγει να λερώσει τα χέρια του (πχ. με κόλλα, άμμο, λάσπη, δακτυλομπογιά) και να χρησιμοποιεί μόνο τις άκρες των δακτύλων για να χειριστεί αντικείμενα αντί για ολόκληρο το χέρι. Ένα δυσλειτουργικό απτικό σύστημα μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένη αντίληψη της επαφής ή του πόνου (υπερευαισθησία ή υπαισθησία) και να οδηγήσει ένα παιδί στην αυτοπροκαλούμενη απομόνωση, τη γενική υπερδιέγερση, τη διάσπαση της προσοχής και την υπερκινητικότητα.
Η απτική αμυντικότητα είναι μια κατάσταση στην οποία το άτομο είναι υπερβολικά ευαίσθητο στο απλό άγγιγμα. Θεωρητικά, όταν το απτικό σύστημα είναι ανώριμο και λειτουργεί ακατάλληλα, αφύσικα νευρικά ερεθίσματα στέλνονται στο φλοιό του εγκεφάλου και επηρεάζουν άλλες εγκεφαλικές λειτουργίες. Αυτό με τη σειρά του έχει ως συνέπεια ο εγκέφαλος να δέχεται υπερβολικά ερεθίσματα και να έχει υπερδραστηριότητα, η οποία ούτε μπορεί να μειωθεί ούτε να οργανωθεί. Αυτού του τύπου η υπερ-ευαισθητοποίηση στον εγκέφαλο μπορεί να προκαλέσει δυσκολία σε ένα άτομο να οργανώσει τη συμπεριφορά του και να συγκεντρωθεί και τελικώς μπορεί να οδηγήσει σε αρνητική συναισθηματική αντίδραση στα αγγίγματα.
Το αιθουσαίο σύστημα αναφέρεται σε δομές στο έσω αυτί (λαβύρινθος) που ανιχνεύουν την κίνηση και αλλαγές στη θέση της κεφαλής. Για παράδειγμα, το αιθουσαίο σύστημα «λέει» αν το κεφάλι μας είναι όρθιο ή σε πλάγια θέση (ακόμη και με τα μάτια μας κλειστά). Δυσλειτουργία σε αυτό το σύστημα φαίνεται με δύο τρόπους. Κάποια παιδιά μπορεί να είναι υπερευαίσθητα στα αιθουσαία ερεθίσματα και παρουσιάζουν φοβίες σε κινητικές δραστηριότητες (πχ. κούνιες, τσουλήθρες, ράμπες, κατηφόρες ή ανηφόρες). Μπορεί επίσης να έχουν δυσκολία να σκαρφαλώσουν ή να κατέβουν σκάλες, ή να αποφεύγουν να περπατήσουν και να συρθούν σε ασταθείς ή κεκλιμένες επιφάνειες. Παρουσιάζουν δηλαδή φόβο στο χώρο. Γενικότερα αυτά τα παιδιά φαίνονται να είναι αδέξια. Στο άλλο άκρο, το παιδί μπορεί από μόνο του να αναζητά πολύ έντονες αισθητηριακές εμπειρίες όπως να στροβιλίζεται, να πηδάει ή να γυρίζει γύρω-γύρω. Το παιδί αυτό παρουσιάζει συμπτώματα υπαισθησίας του αιθουσαίου συστήματος, γι΄ αυτό προσπαθεί διαρκώς να δίνει ερεθίσματα στο αιθουσαίο σύστημα.
Το ιδιοδεκτικό σύστημα αφορά τους μύες, τις αρθρώσεις και τους τένοντες που παρέχουν στο άτομο την ασυνείδητη αντίληψη της θέσης του σώματος στο χώρο. Όταν η ιδιοδεκτικότητα λειτουργεί επαρκώς η θέση του σώματος προσαρμόζεται αυτόματα σε διαφορετικές καταστάσεις. Για παράδειγμα, το ιδιοδεκτικό σύστημα είναι υπεύθυνο να δώσει στο σώμα τα απαραίτητα σήματα για να καθίσουμε σωστά σε μια καρέκλα ή για να κατέβουμε από το πεζοδρόμιο. Επίσης μας επιτρέπει να χειριστούμε αντικείμενα χρησιμοποιώντας επιδέξιες κινήσεις των χεριών, όπως να γράψουμε με μολύβι, να πιάσουμε το κουτάλι για να φάμε σούπα ή να κουμπώσουμε το πουκάμισο. Τα άτομα με δυσλειτουργία του ιδιοδεκτικού συστήματος συνήθως έχουν αδεξιότητα, μια τάση να πέφτουν, έλλειψη της αντίληψης της θέσης του σώματος στο χώρο ή περίεργη στάση του σώματος. Επίσης, έρπουν ελάχιστα όταν είναι μικρά, έχουν δυσκολία να χειριστούν μικρά αντικείμενα (κουμπιά, μικρά παιχνίδια), τρώνε απρόσεχτα και αποφεύγουν νέες κινητικές δραστηριότητες.
Πρόκειται για την ικανότητα να σχεδιάζουμε και να εκτελούμε διαφορετικές κινήσεις. Αυτό το σύστημα για να λειτουργήσει σωστά χρειάζεται να δέχεται ακριβείς πληροφορίες από τις αισθήσεις και στη συνέχεια να οργανώνει και να αποκωδικοποιεί αυτές τις πληροφορίες επαρκώς και αποτελεσματικά. Γενικά, δυσλειτουργία στα συστήματα που αναλύσαμε παρουσιάζεται με διάφορες μορφές. Το παιδί μπορεί να αντιδρά υπερβολικά ή ελάχιστα στις αισθητηριακές πληροφορίες. Το επίπεδο δραστηριότητάς του πιθανόν να είναι ασυνήθιστα υψηλό ή χαμηλό, το παιδί δηλαδή μπορεί να είναι σε διαρκή κίνηση ή να κουράζεται πολύ εύκολα. Επίσης σε κάποια παιδιά μπορεί να υπάρχει εναλλαγή ανάμεσα σε αυτές τις δυο ακραίες καταστάσεις. Πολύ συχνά παρουσιάζονται προβλήματα στον συντονισμό της κίνησης, τόσο στις αδρές όσο και στις λεπτές κινήσεις. Μια τέτοια δυσλειτουργία μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα γλωσσικές ελλείψεις και μειωμένη μαθησιακή επίδοση. Στη συμπεριφορά, το παιδί γίνεται παρορμητικό, διασπάται εύκολα η προσοχή του και παρουσιάζει γενική έλλειψη σχεδιασμού. Κάποια παιδιά επίσης μπορεί να έχουν δυσκολία να προσαρμοστούν σε νέες καταστάσεις και να αντιδρούν με θυμό, επιθετικότητα ή απόσυρση. Οι έρευνες δείχνουν ότι προβλήματα αισθητηριακής ολοκλήρωσης παρουσιάζουν άτομα που ανήκουν σε διάφορες ηλικιακές ομάδες καθώς και σε ποικίλα μορφωτικά επίπεδα ή κοινωνικοοικονομικά στρώματα.
Ομάδες που παρουσιάζουν συνήθως διαταραχή της αισθητηριακής ολοκλήρωσης είναι:
Αξιολόγηση και θεραπεία των βασικών αισθητηριακών συστημάτων γίνεται από τον εργοθεραπευτή. Οι βασικοί θεραπευτικοί στόχοι είναι:
Για παράδειγμα, ένας θεραπευτής μπορεί να τυλίξει ένα παιδί σαν την Mikala, που δε μπορεί να διακρίνει ένα απειλητικό από ένα φιλικό άγγιγμα, σε ένα αφρώδες χαλάκι σαν να είναι σάντουιτς. Ή να τρίψει τα χέρια του παιδιού με διάφορα υλικά όπως μεταξένια μαντίλια, βαμβακερό ύφασμα, σφουγγάρια ή σύρμα. Τα παιδιά μέσα στις ασφαλείς και ευχάριστες συνθήκες της αίθουσας θεραπείας είναι πιο πρόθυμα να δοκιμάσουν δραστηριότητες που κανονικά θα φοβόντουσαν, και στην πραγματικότητα τις βρίσκουν διασκεδαστικές. Με κατάλληλο ρυθμό και με πολλή ενίσχυση ο θεραπευτής καθοδηγεί κάθε παιδί σε ένα πρόγραμμα που είναι σχεδιασμένο με βάση τις ιδιαίτερες ανάγκες του.
Στη συγκεκριμένη θεραπεία της Mikala ο θεραπευτής γύριζε το σώμα της σε ένα δοχείο με ξερά φασόλια και την άφηνε να πηδά σε μεγάλα αφρώδη τούβλα, με σκοπό να προσαρμοστεί το σώμα και ο εγκέφαλος σε μια ποικιλία ερεθισμάτων. Μετά από μόλις οχτώ εβδομάδες, το κλάμα και τα ξεσπάσματα της Mikala σταμάτησαν και ήταν πλέον ένα πολύ πιο ήρεμο και χαρούμενο παιδί. “Το πρώτο πράγμα που θέλει να κάνει τώρα είναι να αγκαλιάζει και να φιλάει όλο τον κόσμο” λέει η μητέρα της.Τώρα, αφιερώνουν 15 λεπτά με δραστηριότητες αισθητηριακές στο σπίτι, και ύστερα η μητέρα της μπορεί να την κάνει μπάνιο, να τη λούσει, να της βουρτσίσει τα δόντια, ακόμη και να της κόψει τα νύχια – δραστηριότητες που παλαιότερα θα ήταν η έναρξη για μια θύελλα από δάκρυα και κραυγές. “Ολόκληρο το πρόσωπο της Mikala φαίνεται πιο ήρεμο μετά από μια θεραπευτική συνεδρία” λέει η μητέρα της. “Είναι σαν να είναι υπερ-φορτωμένη και υπερ-ερεθισμένη και όλη αυτή η πίεση να αδειάζει από μέσα της, αφήνοντας τον αληθινό εαυτό της να λάμπει”
Miller-Kuhaneck, Η.,(2006), Home Activities for Children with Sensory Integration Problems, www.SPDnetwork.org
www.sensoryint.com
Hatch-Rasmussen, C, (1995). Sensory Integration, www.autism.org
Mlyniec, Vicky, (2004). The little girl who hated hugs. www.parents.com