Η Απτική Αμυντικότητα (α.α.) είναι μία υπερβολική αντίδραση στο άγγιγμα ή σε οπτικές εμπειρίες. Αυτό συχνά προκαλεί στο άτομο να αποφεύγει άγγιγμα από άλλους, να μην του αρέσουν τα πλήθη, να εκνευρίζεται όταν τα μαλλιά του πλένονται ή κόβονται, να αποφεύγει ορισμένους τύπους ρούχων, και άλλες πολλές παρόμοιες αντιδράσεις.
Η Α. Jean Ayres περιέγραψε πρώτη την απτική αμυντικότητα σε μία μελέτη παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες. Τα πρότυπα συμπεριφοράς που συνόδευαν την οπτική αμυντικότητα και τα οποία παρατήρησε στη διάρκεια σωματαισθητικών δοκιμασιών της ήταν τόσο ιδιαίτερα και εμφανή που έδωσαν το εναρκτήριο λάκτισμα για πολλές μελέτες στους κόλπους της εργοθεραπείας.
Οι μελέτες αυτές εξερεύνησαν και ανίχνευσαν το αναφερόμενο φαινόμενο περισσότερο σε βάθος. Σήμερα η απτική αμυντικότητα θεωρείται σαν ένα από τα πολλά συμπτώματα αισθητηριακής δυσλειτουργίας και όχι μία απομονωμένη οντότητα.
Η Στοματική Αμυντικότητα είναι η αποφυγή ορισμένων υφών τροφίμων ή πραγμάτων μέσα και γύρω από το στόμα. Εκνευρισμός με δραστηριότητες που αφορούν γενικά το στόμα. Τα συμπεριφοριστικά πρότυπα που παρουσιάζει το κάθε άτομο είναι πολύ ιδιαίτερα. Π.χ. ορισμένα άτομα αποφεύγουν μαλακές και γλιστερές τροφές, ενώ άλλα αποφεύγουν τραχείς υφές φαγητών. Αλλα άτομα αναζητούν ορισμένες αισθήσεις στο στόμα, και προτιμούν να μασάνε ή να απομυζούν αντικείμενα.
Η Ανασφάλεια στη Βαρύτητα είναι ένας άλογος φόβος σε αλλαγές της θέσης του κεφαλιού στο χώρο ή στην κίνηση. Τα άτομα συχνά φοβούνται να μην έρχονται σε επαφή με το έδαφος, ή να γέρνουν το κεφάλι τους προς τα πίσω ή προς τα κάτω. Μπορεί να φοβούνται ορισμένες κινητικές εμπειρίες όπως το Λούνα Παρκ, το ποδήλατο, να κατεβαίνουν σκάλες ή να ανεβαίνουν πάνω σε όργανα της παιδικής χαράς.
Η Στασική Ανασφάλεια είναι ένας φόβος για ορισμένα είδη κίνησης εξαιτίας φτωχού στασικού ελέγχου και μπορεί να συσχετίζεται ή να μη συσχετίζεται με την αισθητηριακή αμυντικότητα. Η στασική ανασφάλεια προκαλεί φόβο όταν προσπαθεί να κινηθεί κανείς πάνω σε ασταθείς και/ή διάφορες επιφάνειες , ή χαρακτηρίζεται από αντίσταση σε αλλαγές της ισορροπίας.
Η Ιδιοδεκτική Αμυντικότητα είναι μία αντίσταση στην αισθητηριακή εισροή στις αρθρώσεις μέσω συμπίεσης ή έλξης. Μερικά παιδιά αποφεύγουν να φορτίζουν βάρος στις αρθρώσεις τους όπως όταν στέκονται, να σπρώχνουν αντικείμενα ή να πηδούν. Μερικά παραπονιούνται όταν σηκώνουν βάρη.
Η Ακουστική Αμυντικότητα είναι μία υπερβολική αντίδραση σε ορισμένους ήχους. Οι ήχοι από ηλεκτρικές σκούπες, συναγερμούς, ή άλλους θορύβους είναι παραδείγματα συνηθισμένων αισθητηριακών ερεθισμάτων που όμως μπορούν να προκαλέσουν αναστάτωση και αμυντικότητα.
Η Οπτική Αμυντικότητα είναι μία υπερβολική αντίδραση στο φως ή σε συγκεκριμένα οπτικά ερεθίσματα και μπορεί να περιλαμβάνει οπτική διάσπαση και/ή αποφυγή βλεμματικής επαφής.
Η Οσφρητική Αποστροφή είναι ένας συναγερμός ή μία αμυντική αντίδραση σε ακίνδυνες περιβαλλοντολογικές οσμές. Οι αντιδράσεις είναι πολύ ατομικές. Στις βαριές περιπτώσεις η οσμή χρησιμοποιείται σαν υποκατάστατο για άλλες αισθήσεις που είναι υπεύθυνες για την αισθητηριακή υπερχείλιση ή την προστατευτική αναστολή.
Τα πιο συνήθη πρότυπα περιλαμβάνουν: Αποφυγή αισθητηριακών ερεθισμάτων, καταστάσεων, περιβαλλόντων, ή κοινωνικών επαφών. Ψυχαναγκαστική συμπεριφορά όπως οι άκαμπτες ρουτίνες, η παραγωγή ισχυρών ήχων για την κάλυψη ακουστικών ερεθισμάτων. Γνωστικές στρατηγικές όπως το να μιλάει στον εαυτό του, και η αντοχή σε ενοχλητικά ερεθίσματα για μικρό χρονικό διάστημα. Αισθητηριακή αναζήτηση που μπορεί να περιλαμβάνει επαναλαμβανόμενες κινήσεις και δραστηριότητες, σφοδρή επιθυμία για βαθιά πίεση, έντονη μυϊκή δράση, μασούλισμα, απομύζηση και δάγκωμα αντικειμένων, σφίξιμο της κάτω σιαγόνας, και μερικές φορές συμπεριφορά αυτο-τραυματισμού και αυτο-κακοποίησης. Η αισθητηριακή αναζήτηση μπορεί να εκφράζεται σαν μία πιο λειτουργική αντίδραση όπως σαν επιθυμία για έντονη σωματική δραστηριότητα. Σε πολλές περιπτώσεις αυτές οι συμπεριφορές αποτελούν την προσπάθεια του ατόμου να ρυθμίσει ή να ελαττώσει την αρνητική επίδραση άλλης αισθητηριακής εισροής.
© 2001-2008, Patricia & Julia Wilbarger,, © 2008 Ελίζα Μάγκλαρη/Παιδιατρικό Ινστιτούτο ΕΠΕ