H Νοητική Υστέρηση (Ν.Υ.) είναι μια γενικευμένη διαταραχή, που χαρακτηρίζεται από σημαντικά μειωμένη νοητική λειτουργία και ελλείμματα σε δύο ή περισσότερες προσαρμοστικές συμπεριφορές, με έναρξη πριν την ηλικία των 18 ετών. Iστορικά είχε ορισθεί ότι Νοητική Υστέρηση έχουμε αν το σκορ του Δείκτη Νοημοσύνης (IQ) είναι κάτω από 70. Παλαιότερα ο ορισμός επικεντρωνόταν σχεδόν αποκλειστικά στην γνωστική λειτουργία, αλλά ο ορισμός τώρα περιλαμβάνει και άλλα δύο στοιχεία, ένα σχετικά με την ψυχική λειτουργία και ένα σχετικά με τις λειτουργικές ικανότητες των ατόμων στο περιβάλλον τους.
Τα παιδιά με νοητική υστέρηση μπορεί να μάθουν να κάθονται, να μπουσουλήσουν ή να περπατήσουν αργότερα από τα άλλα παιδιά, ή μπορεί να μάθουν να μιλάνε αργότερα. Τόσο οι ενήλικες όσο και τα παιδιά με νοητική καθυστέρηση μπορεί επίσης να παρουσιάζουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
Οι περιορισμοί στη γνωστική λειτουργία έχουν ως αποτέλεσμα το παιδί με νοητική υστέρηση να μαθαίνει και να αναπτύσσεται με βραδύτερο ρυθμό από ότι ένα τυπικό παιδί. Τα παιδιά αυτά μπορεί να χρειαστούν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για να μάθουν τη γλώσσα, να αναπτύξουν κοινωνικές δεξιότητες, και να φροντίζουν για τις προσωπικές ανάγκες τους όπως το ντύσιμο ή το φαγητό. Η μάθηση θα τους πάρει περισσότερο χρόνο, απαιτεί περισσότερη επανάληψη, και οι δεξιότητες ενδέχεται να χρειαστεί να προσαρμοστούν στο μαθησιακό τους επίπεδο. Παρ ‘όλα αυτά, στην πραγματικότητα κάθε παιδί είναι σε θέση να μορφωθεί, να εξελιχθεί και να γίνει ένα ενεργό μέλος της κοινότητας.
Τα πρώτα παιδικά χρόνια η ήπια νοητική καθυστέρηση (IQ 50-69) μπορεί να μην είναι έκδηλη, και δεν μπορεί να αναγνωριστεί μέχρις ότου το παιδί αρχίσει το σχολείο. Ακόμα και όταν αναγνωριστεί χαμηλή ακαδημαϊκή επίδοση, χρειάζεται να γίνει αξιολόγηση από ειδικούς για να γίνει διάκριση της ήπιας νοητικής καθυστέρησης από μαθησιακές δυσκολίες ή συναισθηματικές διαταραχές/ διαταραχές της συμπεριφοράς. Καθώς οι άνθρωποι με ήπια νοητική καθυστέρηση φθάνουν στην ενηλικίωση, πολλοί από αυτούς μαθαίνουν να ζουν ανεξάρτητα και να διατηρούν μια επικερδή απασχόληση.
Η Μέτρια Νοητική Υστέρηση (IQ 35 – 49) είναι σχεδόν πάντα εμφανής στα πρώτα έτη της ζωής. Τα παιδιά με μέτρια νοητική υστέρηση θα χρειαστούν σημαντική υποστήριξη στο σχολείο, στο σπίτι και στην κοινότητα, προκειμένου να συμμετάσχουν πλήρως. Ως ενήλικες μπορούν να ζήσουν με τους γονείς τους, σε ένα υποστηρικτικό πλαίσιο, ή ακόμα και ημι-ανεξάρτητα με υποστηρικτικές υπηρεσίες σε σημαντικό βαθμό, που θα τους βοηθήσουν, για παράδειγμα, να διαχειρίζονται τα οικονομικά τους.
Ένα άτομο με μια πιο βαρειά νοητική καθυστέρηση, θα χρειαστεί πιο εντατική υποστήριξη και επίβλεψη για ολόκληρη τη διάρκεια της ζωής του.