Ο αυτισμός είναι μια εξαιρετικά μεταβλητή νευροαναπτυξιακή διαταραχή, που εμφανίζεται για πρώτη φορά κατά τη βρεφική ηλικία ή την παιδική ηλικία, και σε γενικές γραμμές ακολουθεί μια σταθερή πορεία χωρίς επιστροφή. Τα συμπτώματα εμφανίζονται σταδιακά μετά την ηλικία των έξι μηνών, εγκαθίστανται στην ηλικία των δύο ή τριών ετών, και τείνουν να συνεχίζουν και μετά την ενηλικίωση, αν και συχνά βρίσκονται περισσότερο σε ανενεργή μορφή. Ξεχωρίζει όχι από ένα μόνο σύμπτωμα, αλλά από μια χαρακτηριστική τριάδα συμπτωμάτων: έκπτωση στην κοινωνική αλληλεπίδραση – έκπτωση στην επικοινωνία – περιορισμένα ενδιαφέροντα και επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά. Άλλοι τομείς, όπως η άτυπη σίτιση, είναι συχνοί αλλά δεν είναι απαραίτητοι για τη διάγνωση. Μεμονωμένα συμπτώματα αυτισμού εμφανίζονται και στο γενικό πληθυσμό, χωρίς να φαίνεται ότι έχουν ισχυρή σύνδεση με τον αυτισμό. Ωστόσο δεν υπάρχει μια ξεκάθαρη γραμμή που να διαχωρίζει τα σοβαρά παθολογικά χαρακτηριστικά από τα τυπικά χαρακτηριστικά.
Τα ελλείμματα στον κοινωνικό τομέα ξεχωρίζουν τον αυτισμό και τις συναφείς διαταραχές του φάσματος του αυτισμού (ASD) από τις άλλες αναπτυξιακές διαταραχές. Τα άτομα με αυτισμό παρουσιάζουν κοινωνική έκπτωση και συχνά δεν αντιλαμβάνονται από μόνοι τους πράγματα, που πολλοί άνθρωποι παίρνουν σαν δεδομένα. Σημειώνεται ότι η αυτιστική Temple Grandin περιγράφει ότι η αδυναμία της να κατανοήσει την κοινωνική επικοινωνία των νευροτυπικών (νευροτυπικός= μη αυτιστικός), δηλαδή των ατόμων με τυπική ανάπτυξη του νευρικού συστήματος, της αφήνει την αίσθηση ότι είναι “σαν ένας ανθρωπολόγος στον Άρη”.
Η ασυνήθιστη κοινωνική ανάπτυξη εκδηλώνεται νωρίς στην παιδική ηλικία. Τα αυτιστικά βρέφη δείχνουν λιγότερη προσοχή στα κοινωνικά ερεθίσματα, χαμογελούν και κοιτάζουν τους άλλους λιγότερο συχνά, και ανταποκρίνονται λιγότερο στο όνομά τους. Τα αυτιστικά νήπια διαφέρουν εμφανέστερα στα κοινωνικά πρότυπα, για παράδειγμα, έχουν λιγότερη βλεμματική επαφή και δεν περιμένουν τη σειρά τους, και είναι πιο πιθανό να επικοινωνούν πιάνοντας το χέρι κάποιου άλλου (συνήθως του γονέα) και να οδηγούν το χέρι σε αυτό που θέλουν. Τα αυτιστικά παιδιά τριών ως πέντε ετών είναι λιγότερο πιθανό να εμφανίζουν κοινωνική κατανόηση, να προσεγγίζουν τους άλλους αυθόρμητα, να μιμούνται και να ανταποκρίνονται σε συναισθήματα, να επικοινωνούν εξωλεκτικά, καθώς και να περιμένουν τη σειρά τους όταν παίζουν με άλλους. Ωστόσο, κάνουν σχέσεις ασφαλούς προσκόλλησης με τους γονείς τους. Τα περισσότερα αυτιστικά παιδιά εμφανίζουν λιγότερη ασφαλή προσκόλληση από τα μη-αυτιστικά παιδιά, αν και η διαφορά αυτή εξαφανίζεται στα παιδιά με υψηλή διανοητική ανάπτυξη ή ελαφρύ αυτισμό. Τα μεγαλύτερα παιδιά και οι ενήλικες με διαταραχές του φάσματος αυτισμού σκοράρουν χαμηλότερα στα τεστ αναγνώρισης προσώπου και συναισθημάτων.
Αντίθετα προς μια κοινή πεποίθηση, τα αυτιστικά παιδιά δεν προτιμούν να είναι μοναχικά. Η δημιουργία και η διατήρηση φιλίας συχνά αποδεικνύεται ότι είναι κάτι δύσκολο για τους αυτιστικούς. Για αυτούς, η ποιότητα της φιλίας, και όχι ο αριθμός των φίλων, δείχνει αν αισθάνονται μοναξιά. Οι λειτουργικές φιλίες, όπως αυτές που καταλήγουν σε προσκλήσεις στα πάρτυ, μπορεί να επηρεάσει πολύ έντονα την ποιότητα της ζωής τους.
Υπάρχουν πολλές ανέκδοτες εκθέσεις, αλλά λίγες συστηματικές μελέτες, της επιθετικότητας και της βίας στα άτομα με διαταραχές του φάσματος αυτισμού. Τα περιορισμένα στοιχεία υποδηλώνουν ότι, σε παιδιά με νοητική υστέρηση, ο αυτισμός συσχετίζεται με την επιθετικότητα, την καταστροφή της περιουσίας, και τα ξεσπάσματα. Μια μελέτη του 2007 κατά την οποία ερωτήθηκαν οι γονείς 67 παιδιών με διαταραχές του φάσματος αυτισμού, ανέφερε ότι περίπου τα δύο τρίτα των παιδιών είχαν περιόδους σοβαρών ξεσπασμάτων και περίπου το ένα τρίτο είχε ιστορικό τ επιθετικότητας, με τα ξεσπάσματα σημαντικά περισσότερο συχνά από ότι στα μη αυτιστικά παιδιά με γλωσσικές διαταραχές . Μια μελέτη στη Σουδία το 2008 διαπιστώνει ότι, από τα άτομα ηλικίας 15 ετών ή μεγαλύτερα που πήραν εξιτήριο από νοσοκομείο με τη διάγνωση του φάσματος αυτισμού, εκείνοι που διέπραξαν βίαια εγκλήματα ήταν σημαντικά πιο πιθανό να έχουν και άλλες ψυχοπαθολογικές καταστάσεις όπως ψύχωση.
Περίπου το ένα τρίτο έως το ήμισυ των αυτιστικών ατόμων δεν αναπτύσσουν αρκετά φυσική ομιλία ώστε να ανταποκριθούν στις καθημερινές τους επικοινωνιακές ανάγκες. Οι διαφορές στην επικοινωνία μπορεί να υπάρχουν από το πρώτο έτος της ζωής, και μπορεί να περιλαμβάνουν καθυστερημένη έναρξη της βαβίσματος, ασυνήθιστες κινήσεις, μειωμένη ικανότητα ανταπόκρισης, και φωνητικά πρότυπα που δεν είναι συγχρονισμένα με το γονέα. Στο δεύτερο και το τρίτο έτος, τα αυτιστικά παιδιά έχουν λιγότερο συχνό και λιγότερο διαφοροποιημένο βάβισμα, λιγότερα σύμφωνα, λέξεις, και συνδυασμούς λέξεων. Οι χειρονομίες τους σπανιότερα συνδυάζονται με λέξεις. Τα αυτιστικά παιδιά είναι λιγότερο πιθανό να ζητήσουν ή να μοιραστούν εμπειρίες, και είναι πιο πιθανό να επαναλαμβάνουν απλώς λόγια άλλων (ηχολαλία) ή να χρησιμοποιούν τις αντωνυμίες αντίστροφα. Η μοιρασμένη προσοχή φαίνεται να είναι αναγκαία για τη λειτουργική ομιλία, και τα ελλείμματα στη μοιρασμένη προσοχή φαίνεται να κάνουν τα βρέφη με διαταραχές του φάσματος αυτισμού να ξεχωρίζουν. Για παράδειγμα, μπορεί να βλέπουν το χέρι που δείχνει αντί για το αντικείμενο που τους δείχνει αυτό το χέρι και συνεπώς αποτυγχάνουν στο να δείχνουν αντικείμενα με σκοπό το σχολιασμό ή για να μοιραστούν μια εμπειρία. Τα αυτιστικά παιδιά μπορεί να έχουν δυσκολία με το συμβολικό παιχνίδι και με τα σύμβολα στη γλώσσα.
Σε δύο μελέτες, υψηλής λειτουργικότητας αυτιστικά παιδιά ηλικίας 8-15 σκόραραν εξίσου καλά, και οι ενήλικες καλύτερα, σε σχέση με τα άτομα ελέγχου σε βασικές γλωσσικές δεξιότητες που αφορούσαν το λεξιλόγιο και την ορθογραφία. Και οι δύο ομάδες αυτιστικών σκόραραν χειρότερα από ό, τι η ομάδα ελέγχου στα πολύπλοκες γλωσσικές δεξιότητες όπως η εικονική γλώσσα, η κατανόηση και η επαγωγή. Καθώς συχνά “μετράμε” τους ανθρώπους αρχικά από τις βασικές γλωσσικές τους δεξιότητες, αυτές οι μελέτες δείχνουν ότι οι άνθρωποι που μιλούν σε αυτιστικά άτομα έχουν περισσότερες πιθανότητες να υπερεκτιμούν τους αυτιστικούς ακροατές τους, ως προς το βαθμό κατανόησής τους.
Τα αυτιστικά άτομα παρουσιάζουν πολλές μορφές επαναλαμβανόμενης ή στερεότυπης συμπεριφοράς, την οποία η Αναθεωρημένη Κλίμακα για την Επαναληπτική Συμπεριφορά (Repetitive Behavior Scale-Revised
ή RBS-R), κατηγοριοποιεί ως εξής.
Δεν υπάρχει μία συγκεκριμένη επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά που να είναι ειδικά για τον αυτισμό, αλλά μόνο στον αυτισμό φαίνεται να εμφανίζονται τόσο συχνά και με τέτοια ένταση αυτές οι συμπεριφορές.
Τα αυτιστικά άτομα μπορεί να έχουν συμπτώματα που είναι ανεξάρτητα από τη διάγνωση, αλλά μπορεί να επηρεάζουν το άτομο ή την οικογένεια. Υπολογίζεται ότι 0,5% έως 10% των ατόμων με διαταραχές στο φάσμα του αυτισμού παρουσιάζουν ασυνήθιστες ικανότητες, από τις μεμονομώμενες ικανότητες όπως η απομνημόνευση των απαντήσεων σε τηλεπαιχνίδια μέχρι τα εξαιρετικά σπάνια χαρίσματα των καταπληκτικών “σοφών” αυτιστικών (ΣτΜ: όπως ο “Rainman”). Πολλά άτομα με διαταραχές στο φάσμα του αυτισμού παρουσιάζουν ανώτερες ικανότητες στην αντίληψη και την προσοχή, σε σχέση με το γενικό πληθυσμό. Οι αισθητηριακές δυσκολίες υπάρχουν στο 90% των ατόμων με αυτισμό, και από ορισμένους θεωρούνται τα στοιχεία του πυρήνα του αυτισμού, αν και δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία ότι τα αισθητηριακά συμπτώματα διαφοροποιούν τον αυτισμό από τις άλλες αναπτυξιακές διαταραχές. Υπολογίζεται ότι το 60% -80% των αυτιστικών ατόμων έχουν κάποιες ενδείξεις ως προς την κίνηση που περιλαμβάνουν τον κακό μυϊκό τόνο, το φτωχό κινητικό σχεδιασμό, και το περπάτημα στις μύτες των ποδιών.
Ασυνήθιστη διατροφική συμπεριφορά παρουσιάζεται σε περίπου τρία τέταρτα των παιδιών με διαταραχές στο φάσμα του αυτισμού, σε βαθμό που αποτελούσε προηγουμένως ένα διαγνωστικό δείκτη. Η επιλεκτικότητα στο φαγητό είναι το πιο κοινό πρόβλημα, αν και οι τελετουργίες κατά τη διάρκεια του φαγητού ή και η άρνηση πρόσληψης τροφής επίσης μπορεί παρουσιαστεί. Αυτό ωστότο δεν φαίνεται να φτάνει σε υποσιτισμό. Παρά το γεγονός ότι ορισμένα αυτιστικά παιδιά έχουν γαστρεντερικά συμπτώματα, υπάρχει έλλειψη δημοσιευμένων ερευνών με σαφή στοιχεία για την υποστήριξη της θεωρίας ότι τα αυτιστικά παιδιά έχουν περισσότερα ή διαφορετικά συμπτώματα από τα άλλα παιδιά.
Οι γονείς των παιδιών με διαταραχές στο φάσμα του αυτισμού έχουν υψηλότερα επίπεδα στρες. Τα αδέλφια των παιδιών με διαταραχές στο φάσμα του αυτισμού δηλώνουν μεγαλύτερο θαυμασμό και λιγότερες συγκρούσεις με τα αυτιστικά αδέρφια τους σε σχέση με τα αδέλφια ατόμων που δεν έχουν αυτισμό ή αδέρφια ατόμων με σύνδρομο Down. Τα αδέλφια των ατόμων με διαταραχές στο φάσμα του αυτισμού έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να μην φτάσουν σε ευημερία όταν γίνουν ενήλικες και φτωχότερες οικογενειακές σχέσεις ως ενήλικες.
Πηγή:http://en.wikipedia.org/wiki/Pervasive_developmental_disorder